Зривши στα ελληνικά

Μετάφραση: зривши, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έκρηξη, αγωνία, ανεμοθύελλα, zryvshy
Зривши στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • зрештою στα ελληνικά - τελικά, ενδεχομένως, τελικά να, τελικώς, τέλει
  • зривати στα ελληνικά - σχίζω, σκίζω, κατεδαφίζω, καταστρέφω, δάκρυ, κόβω, συκωταριά, ...
  • зробитися στα ελληνικά - αποκτώ, παίρνω, γίνει, να γίνει, καταστεί, γίνονται, γίνετε
  • зроблений στα ελληνικά - που, γίνεται, γίνονται, έκανε, γίνει
Τυχαίες λέξεις
Зривши στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έκρηξη, αγωνία, ανεμοθύελλα, zryvshy