Канапа στα ελληνικά

Μετάφραση: канапа, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καναπές, θρανίο, καναπέ, σαλονάκι, καναπέ που γίνεται
Канапа στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • канал στα ελληνικά - διώρυγα, κανάλι, καναλιού, καναλιών, διαύλου, δίαυλο
  • каналізація στα ελληνικά - δίκτυο αποχέτευσης, αποχέτευσης, αποχέτευση, αποχετευτικό, αποχετευτικού
  • канапка στα ελληνικά - καναπές, θρανίο, καναπέ, σαλονάκι, καναπέ που γίνεται
  • канарейка στα ελληνικά - καναρίνι, Καναρίων, Καναρίους, Κανάριες, Κανάριοι
Τυχαίες λέξεις
Канапа στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καναπές, θρανίο, καναπέ, σαλονάκι, καναπέ που γίνεται