Каное στα ελληνικά

Μετάφραση: каное, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κανό, κανόε, canoe, με κανό, το κανό
Каное στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • кандидати στα ελληνικά - ψηφοφόρος, υποψηφίους, υποψηφίων, υποψήφιοι, οι υποψήφιοι, υποψήφιους
  • кандидатура στα ελληνικά - υποψηφιότητα, υποψηφιότητά, την υποψηφιότητά, την υποψηφιότητα, υποψηφιότητα της
  • канон στα ελληνικά - κανόνας, Canon, της Canon, κανόνι, η Canon
  • канонада στα ελληνικά - κανονιοβολισμός, κανονιοβολισμού, κανονιοβολισμοί, κανονιοβολώ, πυρά των κανονιών
Τυχαίες λέξεις
Каное στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κανό, κανόε, canoe, με κανό, το κανό