Λέξη: ρεπόρτερ
Σχετικές λέξεις: ρεπόρτερ
ρεπόρτερ του star δεν ξέρει ότι είναι στον αέρα, ρεπόρτερ τσίλι, ρεπόρτερ σωριαστηκε την ώρα των ειδήσεων, ρεπόρτερ βάζει τα ρούχα της κατά τη διάρκεια συνέντευξης, ρεπόρτερ τα... έκανε πάνω της κατά τη διάρκεια συνέντευξης, ρεπόρτερ του star δεν ξέρει ότι είναι στον αέρα και αρχίζει να τα «χώνει», ρεπόρτερ τις «έφαγε» on air (video), ρεπόρτερ βάζει κατά λάθος ένα απίστευτο καλάθι, ρεπόρτερ χωρίς σύνορα, ρεπόρτερ βάζει... κατά λάθος ένα απίστευτο καλάθι (βιντεο)
Συνώνυμα: ρεπόρτερ
δημοσιογράφος, ανταποκριτής
Μεταφράσεις: ρεπόρτερ
ρεπόρτερ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reporter, newscaster, reporters, a reporter, the Agenda
ρεπόρτερ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reportero, periodista, reportero de, reportera, indicador
ρεπόρτερ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
journalist, reporter, referent, pressevertreter, berichterstatter, Reporter
ρεπόρτερ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
reporteur, journaliste, reporter, rapporteur, journaliste a, journaliste de
ρεπόρτερ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giornalista, relatore, reporter, cronista, giornalista ha, reporter di
ρεπόρτερ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
repórter, jornalista, repórter de, reporter, repórter da
ρεπόρτερ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reporter, verslaggever, journalist, reportergen, rapporteur
ρεπόρτερ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
корреспондент, репортер, радиокомментатор, обозреватель, репортёр, журналист, докладчик, репортером, репортера
ρεπόρτερ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
reporter, reporteren, journalist, rapportere, rapportør
ρεπόρτερ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
journalist, reportern, reporter, rapportör
ρεπόρτερ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
reportteri, toimittaja, reportterin, reportterigeenin, Raportoijan
ρεπόρτερ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
reporter, journalist, reporteren, journalisten
ρεπόρτερ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
novinář, zpravodaj, reportér, referent, reportérka, reportérem
ρεπόρτερ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprawozdawca, dziennikarz, reporter, protokolant, dziennikarka, reporterowy, reportera
ρεπόρτερ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tudósító, riporter, riportere, újságíró, a riporter
ρεπόρτερ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
muhabir, muhabiri, raportör, haberci, gazeteci
ρεπόρτερ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
з'єднання, репортаж, репортер
ρεπόρτερ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
raportues, gazetar, reporter, reporteri, gazetar i
ρεπόρτερ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
докладчик, репортер, репортерен, репортерна, репортер на, репортера
ρεπόρτερ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэпарцёр, репортер, джэнтльмен
ρεπόρτερ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reporter, Ettekandja, reporteri, reportergeeni, ajakirjanik
ρεπόρτερ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
reporter, izvjestitelj, novinar, novinarka, izvjestiteljica
ρεπόρτερ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blaðamaður, Fréttaritari, Reporter, fréttamaður, blaðamaðurinn
ρεπόρτερ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reporteris, Reporter, žurnalistė, korespondentas
ρεπόρτερ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
reportieris, ziņotājs, žurnālists, reportieri, referents
ρεπόρτερ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
новинар, репортерот, репортер, новинарот, известувач
ρεπόρτερ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reporter, reporter de, reporterul, reporter a, raportor
ρεπόρτερ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
referent, novinar, reportér, reporter, poročevalec, reporterski, novinarka
ρεπόρτερ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
reportér, referent, reporter