Карат στα ελληνικά
Μετάφραση: карат, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καράτι, καράτια, καρατίων, σε καράτια, καρατιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- карантини στα ελληνικά - καυγάς, διαπληκτίζομαι, φιλονικία, καυγαδίζω, καραντίνα, απομόνωση, απομόνωσης, ...
- караність στα ελληνικά - ενοχή, ενοχής, την ενοχή, ενοχές, η ενοχή
- карате-до στα ελληνικά - ταμείο, μέχρι, καρατέ, Καράτε, Karate, το καράτε, του καράτε
- карати στα ελληνικά - τιμωρήσει, τιμωρήσουν, τιμωρία, τιμωρούν, την τιμωρία
Τυχαίες λέξεις
Карат στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καράτι, καράτια, καρατίων, σε καράτια, καρατιού
Μεταφράσεις: καράτι, καράτια, καρατίων, σε καράτια, καρατιού