Λέξη: προσεγμένος
Σχετικές λέξεις: προσεγμένος
προσηλωμένος συνώνυμο
Μεταφράσεις: προσεγμένος
προσεγμένος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
elaborate, watched, meticulous, cared, carefully chosen, been studied
προσεγμένος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
elaborar, visto, vigilado, vistos, observado, mirado
προσεγμένος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
detailliert, kompliziert, schaut, beobachtet, sah, beobachtete, sahen
προσεγμένος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
compliqué, façonner, développer, ouvrager, élaborer, détaillé, regardé, vu, observé, surveillé, surveillés
προσεγμένος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
elaborare, visto, guardato, osservato, assistito, osservati
προσεγμένος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
oitenta, elaborar, observava, assisti, assistiu, observou, assistiram
προσεγμένος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omstandig, uitvoerig, bekeken, keken, lette, keek, zag
προσεγμένος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обстоятельный, затейливый, детальный, подробный, усложненный, улучшенный, смотрел, наблюдал, наблюдали, смотрели, смотрела
προσεγμένος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utarbeide, overvåket, sett, så, så på, iakttar
προσεγμένος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bevakad, betraktade, såg, tittade, sett
προσεγμένος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hahmottaa, huolellinen, perinpohjainen, huoliteltu, tarkka, työläs, katselin, katseli, katsellut, seurannut, katsottu
προσεγμένος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overvåget, set, overvågede, iagttog, så
προσεγμένος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
komplikovaný, zpracovat, vypracovat, sledoval, pozoroval, sledovali, pozorovala
προσεγμένος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dopracowywać, wypracować, rozwijać, opracować, misterny, opracowywać, wymyślny, rozszerzać, uzupełniać, kunsztowny, wypracowany, zawiły, oglądałem, oglądał, patrzył, obserwował, obserwowała
προσεγμένος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
körülményes, megmunkált, figyelte, nézte, néztem
προσεγμένος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
izledim, izledi, izlenen, seyretti, izledik
προσεγμένος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
докладний, ускладнений, дивився
προσεγμένος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përpunoj, shiquarat, shikuar, pashë, të shiquarat, shikonte
προσεγμένος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гледах, наблюдаваше, гледаше, наблюдаваше как, гледаше как
προσεγμένος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
глядзеў, пазіраў, смотрел
προσεγμένος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rikkalik, viimistlema, vaatasin, vaadatud, jälgitavatest, vaatas, jälginud
προσεγμένος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obraditi, razrađen, razraditi, dotjeran, izrađen, Promatrao, gledao, gledala, gledali, promatrala
προσεγμένος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
horfði, horfði á, horft, áhorfandi, fylgdist
προσεγμένος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stebėjo, žiūrėdavau, žiūrėjo, stebimi, stebėjau
προσεγμένος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noskatījos, noskatījās, skatīties, vēroja, skatās
προσεγμένος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гледав, гледавме, одвиваа, гледал, гледаше
προσεγμένος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
privit, urmărit, urmarit, vizionat, monitorizate
προσεγμένος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gledal, gledala, opazovala, ogledali, opazoval
προσεγμένος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
komplikovaný, sledoval, monitoroval, pozoroval, sledovali, monitorovať
Τυχαίες λέξεις