Карликовий στα ελληνικά

Μετάφραση: карликовий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρίνος, νάνος, νάνο, νάνου, νάνοι, νάνων
Карликовий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • карколомний στα ελληνικά - αναισθητοποίηση, εκπληκτική, εκπληκτικό, εντυπωσιακό, εντυπωσιακή
  • карлик στα ελληνικά - νάνος, επισκιάζω, νάνο, νάνου, νάνοι, νάνων
  • карлючки στα ελληνικά - ορνιθοσκαλίσματα, κακογραφία, Σκαρίφημα, σκαριφήματος, Scribble
  • карнавал στα ελληνικά - καρναβάλι, πανηγύρι, καρναβαλιού, αποκριάτικα, Αποκριάς, του καρναβαλιού
Τυχαίες λέξεις
Карликовий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρίνος, νάνος, νάνο, νάνου, νάνοι, νάνων