Λέξη: τραυματικός

Σχετικές λέξεις: τραυματικός

τραυματικόσ ακρωτηριασμόσ, τραυματικός ίλιγγος, τραυματικός πνευμοθώρακας, τραυματικόσ καταρράκτησ

Μεταφράσεις: τραυματικός

τραυματικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
traumatic, trauma

τραυματικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
traumático, traumática, traumáticas, traumáticos, postraumático

τραυματικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
traumatisch, traumatischen, traumatische, traumatischer

τραυματικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
traumatique, traumatisant, traumatisante, traumatiques

τραυματικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
traumatico, traumatica, traumatiche, traumatici, traumatico da

τραυματικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
traumático, traumática, traumáticas, traumáticos, traumatic

τραυματικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
traumatisch, traumatische, trauma

τραυματικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
травматический, травматического, травматическое, травматические, травмирующим

τραυματικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
traumatisk, traumatiske, trauma

τραυματικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
traumatisk, traumatiska, traumatiskt, traumatic

τραυματικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
traumaattinen, traumaattisen, traumaattisia, traumaattiset, traumaattisten

τραυματικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
traumatisk, traumatiske

τραυματικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
traumatický, traumatické, traumatická, traumatizující, traumatickou

τραυματικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
traumatyczny, przyranny, urazowy, pourazowy, traumatyczne, urazowe

τραυματικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
traumás, sérüléses, traumatikus, trauma, baleseti, traumát

τραυματικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
travmatik, travma, travmatik bir

τραυματικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
травматичний

τραυματικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
traumatik, traumatike, traumatik i, traumatik të, traumave

τραυματικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
травматичен, травматично, травматични, травматична, травмиращо

τραυματικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
траўматычны

τραυματικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
traumaatiline, traumaatilise, traumaatilised, traumaatilist, traumaatiliste

τραυματικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
traumatičan, traumatskog, traumatski, traumatska, traumatično

τραυματικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áverka, áfall, áfalls, yfirþyrmandi, sálrænum

τραυματικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trauminis, trauminė, traumuos, traumuoja, potrauminio

τραυματικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
traumatisks, traumatiska, traumatisku, traumatiski, traumatiskas

τραυματικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
трауматски, трауматично, трауматско, трауматска, трауматични

τραυματικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
traumatic, traumatice, traumatică, traumatica, traumatizant

τραυματικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
travmatična, travmatska, travmatično, travmatični, travmatski

τραυματικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
traumatický, traumatické, traumatizujúci
Τυχαίες λέξεις