Каустичний στα ελληνικά
Μετάφραση: каустичний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαρκαστικός, καυστικός, καυστική, καυστικό, καυστικής, καυστικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- катувати στα ελληνικά - βασανίζω, βασανισμός, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια
- каузальний στα ελληνικά - αιτιώδης συνάφεια, αιτιολογικός, συνάφεια, αιτιώδης, αιτιώδη
- каучук στα ελληνικά - δείχνω, φανερώνω, εμφαίνω, γόμα, λαστιχένιος, καουτσούκ, λάστιχο, ...
- каучуковий στα ελληνικά - γόμα, λαστιχένιος, καουτσούκ, από καουτσούκ, Ελαστικά, Rubber, λάστιχο
Τυχαίες λέξεις
Каустичний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαρκαστικός, καυστικός, καυστική, καυστικό, καυστικής, καυστικού
Μεταφράσεις: σαρκαστικός, καυστικός, καυστική, καυστικό, καυστικής, καυστικού