Καυστικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: καυστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пиріг, каустичний, кислий, різкий, їдкий, терпкий, торт, жаркий, спекотний, гарячий, жарке
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καυστικός
καυστικόσ αγγλικα, καυστικός συνώνυμο, καυστικός πόνος, καυστικός συνώνυμα, καυστικός σημασία, καυστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καυστικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- καυσαέριο στα ουκρανικά - кіптява, морити, диміти, вихлопної, вихлопною, вихлопній, вихлопний, ...
- καυστήρας στα ουκρανικά - реторта, овочі, городина, птахів, казан, бойлер, пальник, ...
- καυτερός στα ουκρανικά - палючий, спалювання, спалення
- καυτηριάζω στα ουκρανικά - припечіть, черствим, таврувати, припікати, змащувати, пріжігать
Τυχαίες λέξεις
Καυστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: пиріг, каустичний, кислий, різкий, їдкий, терпкий, торт, жаркий, спекотний, гарячий, жарке
Μεταφράσεις: пиріг, каустичний, кислий, різкий, їдкий, терпкий, торт, жаркий, спекотний, гарячий, жарке