Кваліфікація στα ελληνικά
Μετάφραση: кваліфікація, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τέχνη, επιδεξιότητα, φιλοτεχνία, ικανότητα, πραγματογνωμοσύνη, προσόν, Αξιολόγηση, προσόντων, προσόντα, προεπιλογής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- квакати στα ελληνικά - κοάζω, γκρινιάζω, croak, κράζω, αποθνήσκω, κρωγμός
- кваліфікаційний στα ελληνικά - κατατακτήριες, που πληροί τις προϋποθέσεις, που πληρούν τις προϋποθέσεις, πληροί τις προϋποθέσεις, ειδική
- кваліфікований στα ελληνικά - έντεχνος, ικανός, ειδική, προσόντα, ειδικευμένο, εξειδικευμένο, με ειδική
- кваліфікованість στα ελληνικά - αποτελεσματικότητα, προσόν, Αξιολόγηση, προσόντων, προσόντα, προεπιλογής
Τυχαίες λέξεις
Кваліфікація στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τέχνη, επιδεξιότητα, φιλοτεχνία, ικανότητα, πραγματογνωμοσύνη, προσόν, Αξιολόγηση, προσόντων, προσόντα, προεπιλογής
Μεταφράσεις: τέχνη, επιδεξιότητα, φιλοτεχνία, ικανότητα, πραγματογνωμοσύνη, προσόν, Αξιολόγηση, προσόντων, προσόντα, προεπιλογής