Ικανότητα στα ουκρανικά

Μετάφραση: ικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
уміння, доречність, спроможність, майстерність, здатності, придатність, спритність, схильність, здатність, дарування, кваліфікація, здібність
Ικανότητα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ικανότητα

ικανότητα δικαίου και ικανότητα για δικαιοπραξία, ικανότητα έλξης του αυτοκινήτου, ικανότητα ανταλλαγής κατιόντων, ικανότητα δικαίου, ικανότητα για δικαιοπραξία, ικανότητα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ικανότητα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ικανοποιώ στα ουκρανικά - що, відповідати, який, наситьте, задовольнити, ублажати, догоджати, ...
  • ικανός στα ουκρανικά - спроможний, майстерний, кваліфікований, вмілий, здатен, здатний, міцний, ...
  • ικεσία στα ουκρανικά - молитва, благання, мольба
  • ικετεύω στα ουκρανικά - прохати, просіть, прощення, потенціальний, попрохати, потенційний, слугувати, ...
Τυχαίες λέξεις
Ικανότητα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: уміння, доречність, спроможність, майстерність, здатності, придатність, спритність, схильність, здатність, дарування, кваліфікація, здібність