Квоти στα ελληνικά
Μετάφραση: квоти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωρίο, παράθεση, ποσοστώσεις, ποσοστώσεων, ποσοστώσεων που, των ποσοστώσεων, ποσοστώσεις που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- кволо στα ελληνικά - τιμωρώ, Χίλο, Hilo
- кволість στα ελληνικά - πλύση, ατονία, αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία
- квінта στα ελληνικά - πενταπλό, πεντάδα, πενταπλή, πεντ, quint
- квінтесенція στα ελληνικά - απόσταξη, πεμπτουσία, πεμπτουσίας, η πεμπτουσία, την πεμπτουσία, της πεμπτουσίας
Τυχαίες λέξεις
Квоти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωρίο, παράθεση, ποσοστώσεις, ποσοστώσεων, ποσοστώσεων που, των ποσοστώσεων, ποσοστώσεις που
Μεταφράσεις: χωρίο, παράθεση, ποσοστώσεις, ποσοστώσεων, ποσοστώσεων που, των ποσοστώσεων, ποσοστώσεις που