Λέξη: σιγή

Σχετικές λέξεις: σιγή

νεκρική σιγή, σιγή αποφθέγματα, σιγή το 3ο μέρος της σειράς αγγελική σιωπή, σιγή βιθυνίας, σιγή ιχθύος, σιγή ιχθύος πάρος, σιγή ασυρμάτου, σιγή νεφρού, σιγή ασυρμάτου τι σημαινει, σιγή ιχθύοσ τι σημαίνει

Συνώνυμα: σιγή

ησυχία, σιωπή, τσιμουδιά, σιγαλιά

Μεταφράσεις: σιγή

σιγή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stillness, silence, quiet, of silence, s silence

σιγή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acallar, silencio, quietud, sosiego, el silencio, de silencio, un silencio

σιγή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schweigen, geräuschlosigkeit, stillen, ruhe, stille, Stille, Schweigen, Ruhe, schweigend, Schweigens

σιγή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mort-né, mutisme, calmer, trêve, calme, accalmie, silence, tranquilliser, le silence, un silence, de silence

σιγή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
quiete, calma, silenzio, il silenzio, di silenzio

σιγή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
signifique, silêncio, o silêncio, silencio

σιγή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stilte, bedaren, kalmeren, kalmte, rust, rustigheid, stillen, stilzwijgen, zwijgen, de stilte, stil

σιγή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безмолвие, тишь, молчок, молчание, тишина, покой, преодолевать, неподвижность, молчания, тишину

σιγή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stillhet, taushet, stillheten, stille, silence

σιγή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stillhet, tystnad, tystnaden, tyst, tysta, en tyst

σιγή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mykistää, vaientaa, vaikeneminen, hiljentää, hiljaisuus, hiljaisuuden, hiljaisuudessa, hiljaisuutta, hiljaa

σιγή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stilhed, ro, tavshed, stilheden, tavsheden, stille

σιγή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mlčení, mlčenlivost, ticho, utišit, ticha, tichu

σιγή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezgłos, cisza, spokój, uciszyć, milczenie, zamilknięcie, uspokajać, bezruch, uciszenie, uciszać, ciszy, ciszę, silence

σιγή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
feledés, adásszünet, hallgatás, némaság, titoktartás, csend, csendet, csendben, csönd

σιγή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sessizlik, huzur, bir sessizlik, silence, sessizliği, sessiz

σιγή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переборювати, мовчання, тиша, бороти, мовчанку, мовчанка

σιγή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
heshtje, qetësi, heshtja, qetësia, heshtja e

σιγή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тишина, мълчание, тишината, мълчанието, мълчаливо

σιγή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
маўчанне, маўчаньне

σιγή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaikus, vaikust, vaikuse, vaikimine, vaikuses

σιγή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tišine, tišina, šutnja, umiriti, tišina!, uljuljkati, mir, šutnje, tišinu

σιγή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þögn, þögnin, hljóðstyrkur, hljóðstyrkur í, þögnin er

σιγή στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
silentium

σιγή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ramybė, tyla, tylėjimas, tylos, tylą, silence

σιγή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
miers, klusums, klusēšana, klusuma, klusumu, klusēšanas

σιγή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тишината, молчење, тишина, молк, молчењето

σιγή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
linişte, tăcere, liniște, tăcerea, tacere, liniste

σιγή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
molk, silence, tišina, tišine, tišino

σιγή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
umlčať, ticho, ticha

Στατιστικά δημοτικότητας: σιγή

Τυχαίες λέξεις