Λέξη: σιδερένιος
Σχετικές λέξεις: σιδερένιος
σιδερένιος καναπές, σιδερένιος άνθρωπος, σιδερένιοσ σταυρόσ, σιδερένιος καπετάνιος, σιδερένιος καναπές κρεβάτι, σιδερένιος γίγαντας, σιδερένιος πνεύμονας
Μεταφράσεις: σιδερένιος
σιδερένιος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
iron, an iron
σιδερένιος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hierro, férreo, planchar, de hierro, plancha, el hierro, del hierro
σιδερένιος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
plätten, bügeleisen, eisen, plätteisen, eisern, bügeln, Eisen, Bügeleisen, Eisen-
σιδερένιος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
repassez, fer, repasser, repassent, repassons, le fer, de fer, du fer, en fer
σιδερένιος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ferro, stirare, di ferro, in ferro, ferro da stiro, del ferro
σιδερένιος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
férreo, irlandês, ferro, de ferro, do ferro, ferro de
σιδερένιος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ijzeren, ijzer, strijkijzer, ijzer-, strijkplank
σιδερένιος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
догладить, заутюжить, утюг, разутюжить, доглаживать, отутюжить, выгладить, проглаживать, выутюжить, разглаживать, утюжить, заутюживать, сталь, переглаживать, гарпун, гладить, железо, Утюг, железа, железной, железный
σιδερένιος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
jern, iron, strykejern, strykejernet
σιδερένιος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
järn, strykjärn, järn-
σιδερένιος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
silitysrauta, kahle, terä, rauta, silittää, rautaa, raudan, rauta-
σιδερένιος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
jern, strygejern, jern-, af jern
σιδερένιος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žehlit, želízko, železo, žehlička, železa, železná, železné
σιδερένιος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ubranie, żeliwo, żelazo, prasować, sprzęt, kajdany, żelastwo, żelazko, żelazny, żelaza
σιδερένιος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vas, vasaló, vasból, vas-
σιδερένιος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
demir, ütü
σιδερένιος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
залізо, железо
σιδερένιος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hekuri, hekur, hekuri i, hekurit, hekurt
σιδερένιος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гладя, изглаждам, желязо, ютия, железен, желязна, желязото
σιδερένιος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зялеза, жалеза, железо
σιδερένιος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
triikima, raud, triikraud, raua, rauast, rauda, raua-
σιδερένιος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
željeznog, glačalo, glačati, peglati, željezo, željeza, Iron, željezni
σιδερένιος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
pressa, járn, Straujárn, járni, Skrifborð Straujárn, járns
σιδερένιος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ferrum
σιδερένιος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
geležis, geležies, lygintuvas, ketaus, ketus
σιδερένιος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dzels, dzelzs, gludeklis, Iron, Gludekļi, čuguna
σιδερένιος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
железо, железото, железна, железен, железни
σιδερένιος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fier, de fier, fierului, fierul, fer
σιδερένιος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
likalnik, železo, iron, železa, železov
σιδερένιος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
železný, vyžehliť, železo, železa