Клястися στα ελληνικά
Μετάφραση: клястися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- клянеться στα ελληνικά - εναγής, επάρατος, αναθεματισμένος, όρκους, όρκοι, τους όρκους, όρκων, ...
- кляп στα ελληνικά - φιμώνω, αστείο, φίμωτρο, καλαμπούρι, gag, φίμωμα, του gag
- клятва στα ελληνικά - όρκος, όρκο, όρκου, ενόρκως, τον όρκο
- клятвений στα ελληνικά - juratory
Τυχαίες λέξεις
Клястися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν