Ορκίζομαι στα ουκρανικά

Μετάφραση: ορκίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
клястися, незмінний, присягнутися, вірний, присягати, присягатися, заприсягається, удостойте, лаятися, сваритися, лаятись, ругаться
Ορκίζομαι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορκίζομαι

ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι αντύπας, ορκίζομαι στα αγγλικά, cosmopolitan ορκίζομαι, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ορκίζομαι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • οριστικά στα ουκρανικά - напевне, напевно, визначено, виразно, безумовно, точно, безперечно
  • οριστικός στα ουκρανικά - влучний, точний, визначений, ясний, певний, остаточний, остаточну, ...
  • ορκισμένος στα ουκρανικά - заприсягається, вірний, незмінний, приведений до присяги, приведено до присяги, склав присягу, присягу, ...
  • ορμέμφυτος στα ουκρανικά - порив, спонукання, імпульс, спонука, поривши, інстинктивний, інстинктивні
Τυχαίες λέξεις
Ορκίζομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: клястися, незмінний, присягнутися, вірний, присягати, присягатися, заприсягається, удостойте, лаятися, сваритися, лаятись, ругаться