Λέξη: σπάνια

Σχετικές λέξεις: σπάνια

σπάνια κατέληγα εκεί που ήθελα να πάω αλλά πάντα κατέληγα εκεί που θα έπρεπε να είμαι, σπάνια λουλούδια, σπάνια νομίσματα, σπάνια νοσήματα, σπάνια ελληνικά γραμματόσημα, σπάνια βιβλία, σπάνια συνώνυμα, σπάνια ονόματα αγοριών, σπάνια ζώα, σπάνια ονόματα

Συνώνυμα: σπάνια

σπανίως

Μεταφράσεις: σπάνια

σπάνια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rarely, seldom, rare, are rarely, is rarely

σπάνια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
raramente, rara vez, pocas veces, rara vez se, raras veces

σπάνια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
selten, nur selten, kaum, seltener

σπάνια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rare, rarement, que rarement, rares, peu souvent

σπάνια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
raramente, di rado, rado, raro, raramente si

σπάνια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apreenda, raramente, penhorar, tomar, raro, raras vezes, raramente é, dificilmente

σπάνια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zelden, maar zelden, slechts zelden, zeldzaam

σπάνια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
исключительно, необычайно, редко, нечасто, реже

σπάνια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sjelden, sjeldent

σπάνια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sällan, sällan är

σπάνια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harvaan, harvoin, toisinaan, vain harvoin, harvemmin, useinkaan, on harvoin

σπάνια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sjældent, kun sjældent, sjældent er, sjælden

σπάνια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zřídkakdy, málokdy, zřídka, vzácně, jen zřídka, jen zřídkakdy

σπάνια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rzadko, sporadycznie, niespotykanie, dobierać, rzadziej, rzadko kiedy

σπάνια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ritkán, csak ritkán, ritka, ritkábban

σπάνια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
seyrek, nadiren, nadir, ender

σπάνια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рідко, розрідження

σπάνια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrallë, të rrallë, rrallëherë, shumë rrallë, e rrallë

σπάνια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рядко, рядко се, рядко са, рядко е

σπάνια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэдка, редко

σπάνια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
harva, väga harva, on harva, harvemini

σπάνια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ponekad, izuzetno, rijetko, malokad, se rijetko, je rijetko, rijetko se

σπάνια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjaldan, sjaldnast, sjaldnar

σπάνια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
retai, retai kada, rečiau, retai būna

σπάνια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
reti, reti kad, retāk, dažreiz, reti tiek

σπάνια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ретко, ретко се, поретко, ретко е

σπάνια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rareori, rar, foarte rar, arareori, mai rar

σπάνια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
redko, redkokdaj, le redko, zelo redko

σπάνια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
málokde, zriedka, zriedkavo, zriedkakedy, málokedy, zriedkavé

Στατιστικά δημοτικότητας: σπάνια

Τυχαίες λέξεις