Клінічне στα ελληνικά

Μετάφραση: клінічне, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλινικός, κλινικές, κλινική, κλινικών, κλινικά
Клінічне στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • клініка στα ελληνικά - νοσοκομείο, κλινική, κλινικής, ιατρείο, την κλινική, κλινικές
  • клінічна στα ελληνικά - κλινικός, Κλινική, Κλινικές, Κλινικά, Κλινικής
  • клінічний στα ελληνικά - κλινικός, κλινικές, κλινική, κλινικών, κλινικά
  • кліпати στα ελληνικά - αναβοσβήνω, αναβοσβήνει, αναβοσβήνουν, αναβοσβήσει, να αναβοσβήνει, αρχίσει να αναβοσβήνει
Τυχαίες λέξεις
Клінічне στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλινικός, κλινικές, κλινική, κλινικών, κλινικά