Λέξη: σπασμωδικός

Συνώνυμα: σπασμωδικός

νευρικός, ανήσιχος, απότομος, αναστατώμενος, σπαστικός

Μεταφράσεις: σπασμωδικός

σπασμωδικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
convulsive, spasmodic, jerky, spastic, fitful

σπασμωδικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espasmódico, espasmódica, espasmódicos, espasmódicas, spasmodic

σπασμωδικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
krampfhaft, sprunghaft, krampfartig, spasmodisch

σπασμωδικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
convulsif, spasmodique, spasmodiques, antispasmodique

σπασμωδικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spasmodico, spasmodica, spasmodiche, spasmodic, spasmodici

σπασμωδικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espasmódico, espasmódica, espasmódicas, espasmódica de, spasmodic

σπασμωδικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
krampachtig, krampachtige, spasmodische, spastische, krampen

σπασμωδικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спастический, судорожный, неровный, нерегулярный, спазматический, неритмичный, скачкообразный, спазматические

σπασμωδικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
krampaktig, spasmodic, spastisk, spasmodisk, kramper

σπασμωδικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spasmodisk, spastisk, krampaktig, krampaktiga, spasmodiska

σπασμωδικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puuskittainen, spastinen, kouristuksenomainen, spastisen, spasminen

σπασμωδικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spastisk, krampagtige, krampagtig, spasmodisk, af spasmodisk

σπασμωδικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
konvulzívní, křečovitý, spastický, spastická, nárazový, přerušovaný, křečovitá

σπασμωδικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kurczowy, drgawkowy, spazmatyczny, konwulsyjny, skurczowy, spazmatyczne, kurczowego, spasmodic

σπασμωδικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rángatódzó, felforgató, vonagló, görcsös, spasztikus, előforduló görcsös, görcsösen, lökésszerű

σπασμωδικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kasıla kasıla, spazmodik, spasmodic, spasmodik, kasılma ile ilgili

σπασμωδικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спазматичний, нерівний, нерегулярний, дорадчий, судорожний, неритмічний, судомний

σπασμωδικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
me ngërç, vrullshëm, ngërç, gulçe, i vrullshëm

σπασμωδικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
конвулсивен, спазматичен, спастичен, спазматични, спазматично

σπασμωδικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сутаргавы, сутаргавыя, судорожно

σπασμωδικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hootine, kramplik, tõmblev, spastiline, spastilise, spasmiline, kramplikule

σπασμωδικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grčevit, grčeviti, spazmodički, isprekidano, spazmični

σπασμωδικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spastískum, krampahálssveig

σπασμωδικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priepuolinis, spazminiai, spazminis, nereguliarus, daromas priepuoliais

σπασμωδικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spazmatisks, spastisks, krampjains, konvulsīvs

σπασμωδικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
спазматичен, грчевит, спазмодичен, спазматична, грчовитата

σπασμωδικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spasmodic, spasmodică, spasmodice, spasmodica, spastic

σπασμωδικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
krčevito, spastično, spastični, spazmodične, spastična

σπασμωδικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kŕčovitý, křečovitý
Τυχαίες λέξεις