Колегіальний στα ελληνικά
Μετάφραση: колегіальний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συλλογικός, κολεγιακός, συλλογικό, συλλογικότητας, συλλογική, συλλογικού, συλλογικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- колготки στα ελληνικά - καλσόν, Καλτσόν, κολάν, κάλτσες, Tights
- колега στα ελληνικά - αδελφός, αδερφός, συνάδελφος, συνάδελφό, συνάδελφός, τον συνάδελφό, ο συνάδελφός
- колегія στα ελληνικά - κολέγιο, χαρτόνι, σανίδα, επιτροπή, σκάφους, του σκάφους
- коледж στα ελληνικά - κολέγιο, κολλέγιο, College, κολλεγίων, κολεγίου
Τυχαίες λέξεις
Колегіальний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συλλογικός, κολεγιακός, συλλογικό, συλλογικότητας, συλλογική, συλλογικού, συλλογικής
Μεταφράσεις: συλλογικός, κολεγιακός, συλλογικό, συλλογικότητας, συλλογική, συλλογικού, συλλογικής