Συλλογικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: συλλογικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
колегіальний, колективний, колектив, колективу
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συλλογικός
συλλογικός κατάλογος δημόσιων βιβλιοθηκών, συλλογικός κατάλογος κυπριακών βιβλιοθηκών, συλλογικός συνώνυμα, συλλογικός συνώνυμο, συλλογικός κατάλογος, συλλογικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συλλογικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συλλογίζομαι στα ουκρανικά - водоймище, басейн, став, ставок, роздумувати, міркувати, розмірковувати, ...
- συλλογικά στα ουκρανικά - колективно, коллективно, суспільно
- συλλογισμός στα ουκρανικά - силогізм, обміркований, тонкий, міркування, розмірковування, роздуми
- συλλογιστικός στα ουκρανικά - обміркований, syllogistical
Τυχαίες λέξεις
Συλλογικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: колегіальний, колективний, колектив, колективу
Μεταφράσεις: колегіальний, колективний, колектив, колективу