Λέξη: στιφάδο

Σχετικές λέξεις: στιφάδο

στιφάδο θερμίδες, στιφάδο μοσχαράκι, στιφάδο αργυρώ, στιφάδο χταπόδι, στιφάδο συνταγή, στιφάδο με μανιτάρια, στιφάδο κοτόπουλο, στιφάδο αγριογούρουνο, στιφάδο κουνέλι συνταγή, στιφάδο με μοσχάρι

Συνώνυμα: στιφάδο

αμηχανία, βρασμένο φαγητό

Μεταφράσεις: στιφάδο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stew, stifado, stewed, stews, casserole
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
guiso, guisar, estofar, guisado, estofado, cocido, estofado de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kohl, eintopfgericht, Eintopf, Eintopfgericht, stew
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ragoût, mijoter, déchargeur, ragoût de, le ragoût, civet, stew
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stufato, spezzatino, stufato di, stew, lo stufato
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
guisado, guisar, popa, ensopado, stew, ensopado de, guisado de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
goulash, stoven, stoofpot, hutspot, stew, hutspot van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
волнение, перепарить, рагу, тушить, волноваться, запарить, потушить, варить, запаривать, настаиваться, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lapskaus, stuing, småkoke, gryterett, stew
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gryta, stew, grytan, stuvning
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pata, muhennos, hautua, hautoa, hauduttaa, muhia, stew, muhennosta, pataa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stuvning, gryderet, ragout, STCW, stew
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dušené maso, dusit, guláš, dušené, kompot
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
potrawka, gotować, gulasz, dusić, udusić, stew, gulasz z, gulaszu
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ragu, pörkölt, pörköltet, bográcsban, Párolt, raguval
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
güveç, yahni, stew, yahnisi, mahsulleri güveç
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гасити, тривожитися, тушкувати, непокоїтись, тушковане
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
merak, çomlek, mish i shterur, ziej, merak i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
яхния, задушено, задушава, се задушава
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тушанае, тушеное, тушанай
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hautama, hautis, hautisega, läätseleeme eest, kuumusest lämbuma
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzbuđenje, juha, kuhati, paprikaš, ragu, gulaš, gulaš od, varivo od
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
plokkfiskur, pottréttur, disk fullan, Stew
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
troškinys, troškinti, skiaurė, plūktis, troškinta mėsa
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sautējums, sautējumu, gaļas sautējums, sautēt
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чорба, манџа, задушено, чорбата, каша
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tocană, tocană de, tocana, tocanita, friptura
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stew, obara, enolončnica, golaž, obaro
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dusené, dusenej, dusená, dušené, stew

Στατιστικά δημοτικότητας: στιφάδο

Τυχαίες λέξεις