Λέξη: στιγμιότυπο
Σχετικές λέξεις: στιγμιότυπο
στιγμιότυπο οθόνης, στιγμιότυπο οντότητας, στιγμιότυπο λεξικό, στιγμιότυπο αρμονικού κύματος, στιγμιότυπο ορισμόσ, στιγμιότυπο συνώνυμα, στιγμιότυπο στάσιμου κύματος, στιγμιότυπο κύματος, στιγμιότυπο english, φωτογραφικό στιγμιότυπο
Συνώνυμα: στιγμιότυπο
φωτογραφία της στιγμής
Μεταφράσεις: στιγμιότυπο
στιγμιότυπο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
highlight, snapshot, instance, shot, snapshot of, screenshot
στιγμιότυπο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
destacar, instantánea, instantáneas, foto, de instantánea, instantánea de
στιγμιότυπο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hervorheben, unterstreichen, höhepunkt, Schnappschuss, Snapshot, Momentaufnahme, Schnappschuß
στιγμιότυπο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
souligner, accuser, relever, accentuer, surbrillance, rehausser, culmination, instantané, aperçu, cliché, snapshot, capture instantanée
στιγμιότυπο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
istantanea, snapshot, un'istantanea, fotografia, istantanee
στιγμιότυπο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
instantâneo, snapshot, de instantâneo, captura instantânea, instantâneo de
στιγμιότυπο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
momentopname, snapshot, foto
στιγμιότυπο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
освещать, осветить, снимок, снимка, Snapshot, снимков, моментальный снимок
στιγμιότυπο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
øyeblikksbilde, snapshot, stillbilde, bilde, stillbildet
στιγμιότυπο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
snapshot, ögonblicks, ögonblicksbild, stillbild, ögonblicksbilden
στιγμιότυπο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
raita, kohokohta, huipentaa, korostaa, huipennus, kuva, tilannekuvan, snapshot, tilannekuva, tilannevedoksen
στιγμιότυπο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
snapshot, øjebliksbillede, et snapshot
στιγμιότυπο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zdůraznit, momentka, snímek, Snapshot, snímku, Zásady fotografování
στιγμιότυπο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyróżnić, unaocznić, naświetlić, wyodrębniać, wyodrębnić, uwypuklić, podkreślić, podkreślać, podświetlić, uwypuklać, uwydatnić, uwydatniać, podświetlać, migawka, migawki, snapshot, migawkę, zrzut
στιγμιότυπο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
snapshot, pillanatfelvétel, pillanatkép, pillanatfelvételt, pillanatképet
στιγμιότυπο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
enstantane fotoğraf, anlık, anlık görüntü, enstantane, snapshot
στιγμιότυπο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виділення, освітлювати, висвітлити, підсвічення, знімок, зображення, фотографію
στιγμιότυπο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fotografi i çastit, fotografi, pamje, fotografi e, xhirim
στιγμιότυπο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
моментална снимка, снимка, моментна снимка, накратко, снимките
στιγμιότυπο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
здымак
στιγμιότυπο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
helend, esiletõst, momentvõte, snapshot, läbilõige, hetktõmmise, hetkeseis
στιγμιότυπο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osvijetliti, označiti, snimak, Snapshot, snimku, u kratkom pregledu, nadzor u kratkom
στιγμιότυπο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skyndimynd, Stöðumynd, myndatakan, Snapshot, skjámynd
στιγμιότυπο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
momentinė nuotrauka, fotografiją, apžvalga, snapshot
στιγμιότυπο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
momentuzņēmums, momentuzņēmumu, snapshot, ieskats, momentuzņēmuma
στιγμιότυπο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
слика, снимка, краток преглед, слика за
στιγμιότυπο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
instantaneu, imagine, snapshot, instantanee, captură
στιγμιότυπο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Kratek pregled, posnetek, posnetka, Kratek, zapisi
στιγμιότυπο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
momentka, snímka
Τυχαίες λέξεις