Консервація στα ελληνικά
Μετάφραση: консервація, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διατηρώ, συντηρώ, διατήρηση, διατήρησης, τη διατήρηση, διατηρήσεως, προστασία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- консерватор στα ελληνικά - συντηρητικός, Συντηρητικών, Συντηρητικό, Συντηρητικού, των Συντηρητικών
- консерваторія στα ελληνικά - ωδείο, σέρα, Ωδείου, θερμοκήπιο, τη σέρα
- консервований στα ελληνικά - αγγειοπλάστης, κονσερβοποιημένος, κονσέρβες, κονσερβοποιημένα, σε κονσέρβες, κονσέρβα
- консервування στα ελληνικά - εμφιαλώνω, μπουκάλι, διατήρηση, διατήρησης, τη διατήρηση, διατηρήσεως, προστασία
Τυχαίες λέξεις
Консервація στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διατηρώ, συντηρώ, διατήρηση, διατήρησης, τη διατήρηση, διατηρήσεως, προστασία
Μεταφράσεις: διατηρώ, συντηρώ, διατήρηση, διατήρησης, τη διατήρηση, διατηρήσεως, προστασία