Λέξη: απομονώνω

Σχετικές λέξεις: απομονώνω

απομονώνω αγγλικά, απομονώνω μετάφραση, απομονώνω συνώνυμο, απομονώνω συνωνυμα

Συνώνυμα: απομονώνω

απομονώ, μονώνω, αποκλείω

Μεταφράσεις: απομονώνω

απομονώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
seclude, isolate, insulate, cut off

απομονώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apartar, aislar, aislar a, de aislar, aislamiento, aislado

απομονώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
isolieren, zu isolieren, Isolierung, isoliert

απομονώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
isolent, isoler, détacher, isolons, chambrer, sécréter, séparer, isolez, isoler les, d'isoler, isoler des

απομονώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
isolare, di isolare, isolare i, isolamento, isolare le

απομονώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
isolar, console, ilha, isolado, isolate, isole, isolam

απομονώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
isoleren, afzonderen, te isoleren, isoleer, geïsoleerd, isoleren van

απομονώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обособлять, отделять, уединяться, изолировать, уединить, выделить, изоляции, выделения, изолируют

απομονώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
isolere, Isoler, isolerer, å isolere, isoleres

απομονώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
isolera, isolering, isolerar, isolering av, isolat

απομονώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
irrallinen, eristää, erottaa, erillinen, eristämiseksi, eristämään, Eristä, eristämiseen

απομονώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
isolere, at isolere, isolering, isolering af, isolerer

απομονώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyloučit, separovat, oddělit, izolovat, osamostatnit, odříznout, odloučit, izolaci, izolát, izolování, izolujte

απομονώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oddzielać, odizolować, wyodrębniać, odizolowywać, odosobnić, odosabniać, izolować, wyizolować, wyobcować, wydzielać, odgradzać, odseparować, odosobniać, wyodrębnić, separować, odciąć

απομονώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
izolál, izolálja, elkülöníteni, izolátum, izolálására

απομονώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yalıtmak, izole, ayırmak, izole etmek, tecrit

απομονώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ізолюйте, ізолювати

απομονώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
izoloj, izoluar, të izoluar, izolojë, izolojnë

απομονώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изолирам, изолира, изолират, се изолира, изолиране на

απομονώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ізаляваць

απομονώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eraldama, isoleerima, isoleerida, eraldada, isoleerimiseks, isoleerib

απομονώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odvojiti, isključiti, izdvojiti, izolirati, izolira, izoliranje, izolaciju, izolat

απομονώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einangra, að einangra, einangrað

απομονώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
izoliuoti, išskirti, atskirti, izoliuoja, izoliato

απομονώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izolēt, izolētu, jānorobežo, nošķirt, izolāts

απομονώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изолирање, изолираат, изолира, изолираме, се изолира

απομονώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
izola, izoleze, izolarea, a izola, izolat

απομονώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izolirati, izolat, osamiti, osami, izolirali

απομονώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
izolovať, izolovat, izoláciu
Τυχαίες λέξεις