Конструктивний στα ελληνικά
Μετάφραση: конструктивний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εποικοδομητικός, αρχιτεκτονικός, εποικοδομητική, εποικοδομητικό, εποικοδομητικές, εποικοδομητικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- константан στα ελληνικά - συνεχής, αδιάκοπος, κονσταντάνης, constantan
- констебль στα ελληνικά - αστυφύλακας, Constable, Αστυφύλακα, κοντόσταυλου, Κόνσταμπλ
- конструктор στα ελληνικά - μηχανικός, σχεδιαστής, σχεδιαστή, σχεδιαστών, designer, επώνυμα
- конструкторський στα ελληνικά - εποικοδομητικός, σχέδιο, Σχεδιασμός, Σχεδιασμού, Σχεδίαση, Μελέτη
Τυχαίες λέξεις
Конструктивний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εποικοδομητικός, αρχιτεκτονικός, εποικοδομητική, εποικοδομητικό, εποικοδομητικές, εποικοδομητικής
Μεταφράσεις: εποικοδομητικός, αρχιτεκτονικός, εποικοδομητική, εποικοδομητικό, εποικοδομητικές, εποικοδομητικής