Λέξη: συνεπώς
Σχετικές λέξεις: συνεπώς
συνεπώσ περιφέρεια, συνεπώς συνώνυμο, συνεπώσ αγγλικά, συνεπώς στα αγγλικά, συνεπώς συνώνυμα, συνεπώς μετάφραση
Συνώνυμα: συνεπώς
έπειτα, μετά από αυτά, κατά συνέπεια, επομένως, άρα
Μεταφράσεις: συνεπώς
συνεπώς στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
consequently, therefore, thus, so, is therefore
συνεπώς στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
consecuentemente, por consiguiente, consecuencia, consiguiente, en consecuencia
συνεπώς στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
infolgedessen, somit, konsequent, folglich, damit, daher
συνεπώς στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
donc, conséquent, par conséquent, conséquence, en conséquence
συνεπώς στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
perciò, di conseguenza, conseguentemente, conseguenza, quindi, pertanto
συνεπώς στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consequentemente, conseqüentemente, por conseguinte
συνεπώς στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zodoende, dus, bijgevolg, dientengevolge, derhalve, daarom
συνεπώς στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поэтому, следовательно
συνεπώς στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
følgelig, dermed, derfor, således, følge av
συνεπώς στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
därför, följaktligen, därmed, således, alltså
συνεπώς στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siispä, siis, puolestaan, joten, näin ollen, vuoksi, ollen
συνεπώς στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
følgelig, derfor, dermed, Som følge heraf, følge heraf
συνεπώς στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
proto, tedy, tudíž, v důsledku, následně
συνεπώς στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dlatego, więc, konsekwencji, w konsekwencji, związku z tym, tym idzie
συνεπώς στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
következésképpen, ennek következtében, ebből következően, következésképp, következésképpen a
συνεπώς στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sonuç olarak, dolayısıyla, sonuç, sonuçta, bunun sonucunda
συνεπώς στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
отже, відтак
συνεπώς στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
si pasojë, pasojë, rrjedhimisht, rrjedhojë, për pasojë
συνεπώς στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
следователно, впоследствие, Вследствие на, поради това, оттам
συνεπώς στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
такім чынам, значыць, адпаведна
συνεπώς στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järelikult, seega, seetõttu, sellest tulenevalt, tulenevalt
συνεπώς στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otuda, stoga, posljedično, Slijedom toga, prema tome, time i
συνεπώς στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þar af leiðandi, leiðandi, af leiðandi, því, sökum
συνεπώς στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
igitur
συνεπώς στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
todėl, taigi, dėl to, atitinkamai
συνεπώς στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tātad, līdz, tādējādi, līdz ar, tāpēc
συνεπώς στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Како резултат на тоа, следствено, Како последица на тоа, следствено на тоа
συνεπώς στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prin urmare, în consecință
συνεπώς στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posledično, zato, torej, tem, s tem
συνεπώς στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
teda, preto, tj, tak
Τυχαίες λέξεις