Кривою στα ελληνικά
Μετάφραση: кривою, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γαμψός, καμπύλη, καμπύλης, της καμπύλης, την καμπύλη, καμπύλη που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- криво-ніяково στα ελληνικά - άβολα, στραβό, στραβά, κυρτά, τεθλασμένη, τα στραβά
- криволінійний στα ελληνικά - καμπυλόγραμμος, καμπυλόγραμμη, καμπυλόγραμμο, καμπυλόγραμμα, καμπυλόγραμμες
- кривої στα ελληνικά - γαμψός, καμπύλη, καμπύλης, της καμπύλης, την καμπύλη, καμπύλη που
- крига στα ελληνικά - πάγος, πάγου, πάγο, με πάγο, παγωμένο
Τυχαίες λέξεις
Кривою στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γαμψός, καμπύλη, καμπύλης, της καμπύλης, την καμπύλη, καμπύλη που
Μεταφράσεις: γαμψός, καμπύλη, καμπύλης, της καμπύλης, την καμπύλη, καμπύλη που