Культиватор στα ελληνικά
Μετάφραση: культиватор, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαπάνη, σκαλίζω, καλλιεργητής, καλλιεργητή, καλλιεργητών, καλλιεργητές, καλλιεργητής του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- кульок στα ελληνικά - κορνέτα, αρχίδια, μπάλες, σφαίρες, σφαιρών, μπάλες του
- культи στα ελληνικά - χείριστος, λατρείες, Οι λατρείες, Cults, τις λατρείες, λατρειών
- культивування στα ελληνικά - καλλιέργεια, καλλιέργειας, την καλλιέργεια, καλλιέργειες, της καλλιέργειας
- культивувати στα ελληνικά - μεγαλώνω, αυξάνομαι, καλλιεργώ, καλλιεργούν, καλλιεργήσει, καλλιεργήσουν, καλλιεργηθείτε
Τυχαίες λέξεις
Культиватор στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαπάνη, σκαλίζω, καλλιεργητής, καλλιεργητή, καλλιεργητών, καλλιεργητές, καλλιεργητής του
Μεταφράσεις: σκαπάνη, σκαλίζω, καλλιεργητής, καλλιεργητή, καλλιεργητών, καλλιεργητές, καλλιεργητής του