Λέξη: τρεκλίζω

Συνώνυμα: τρεκλίζω

κλονίζομαι, τρικλίζω, κλονίζω, ζαλίζω, εναλλάσσω

Μεταφράσεις: τρεκλίζω

τρεκλίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
totter, stagger, be tottery

τρεκλίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
titubear, escalonar, tambaleo, tambalear, escalonamiento, stagger

τρεκλίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
taumeln, staffeln, schwanken, wanken, torkeln

τρεκλίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chanceler, ballottement, chancellement, vaciller, ballottage, secouer, décalage, décaler, stagger, palière

τρεκλίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
barcollare, sfalsamento, stagger, vacillare, barcollando

τρεκλίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vacilar, totalizar, cambalear, escalonamento, cambaleio, estupeficar

τρεκλίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wankelen, spreiden, verspringend, stagger, waggelen

τρεκλίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ковылять, заплетаться, трястись, гибнуть, разрушаться, шататься, Stagger, Стаггер, Зигзагом, шахматном порядке

τρεκλίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rave, stagger, or utgangsbredde, vakler, utgangsbredde

τρεκλίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vackla, stappla, ragla, Storm, stagger, förskjutning

τρεκλίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
porrastaa, porrastus, hoiperrella, horjahdella, hoipertelu

τρεκλίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vakler, vakle, stagger, forskydning, forskudt

τρεκλίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
klopýtání, vrávorat, třást, kymácení, zakolísat, potácet, belhat, se belhat, potácejí

τρεκλίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trząść, chwiać, zataczać, zdumieć, chwiać się na nogach, zataczać się, oszałamiać, Stagger

τρεκλίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tántorog, eltolt, megtántorodott, fogeltolás, megingott

τρεκλίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sersemleme, sendeleme, bocalamak, kulvar farkı, sendelemek

τρεκλίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шкутильгати, трястися, валандатися, хитніться, хитатися, тинятися, вештатись, вештатися

τρεκλίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëkundem, tundem, lëkundje, trondit, merren këmbët

τρεκλίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
залитам, смайвам, клатушкам се, замайване на главата, подреждам в шахматен ред

τρεκλίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хістацца, бадзяцца, блукаць, падскоквала

τρεκλίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tudisema, tuikuma, tuigerdama, vappumine, kaperdama, vaarumine, järgustama

τρεκλίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
teturati, teturanje, posrtati, rasklimati, batrgati se

τρεκλίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stagger

τρεκλίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kniūbčioti, kniūbčiojimas, nusvirduliuoti, šlitinėti, sverdėti

τρεκλίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saļodzīt, regulēt, grīļošanās, satriekt, grīļoties

τρεκλίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тетерават, тетеравејќи, се тетерават

τρεκλίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
clătina, ameți, clătinare, amețire, mers clătinat

τρεκλίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Postati, Poljuljati, Uzdrmati, Teturati

τρεκλίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
potácať
Τυχαίες λέξεις