Λέξη: τρελός

Σχετικές λέξεις: τρελός

τρελός νικηφόρος, τρελός μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια, τρελός μαθηματικός, τρελός συνώνυμα, τρελός είμαι ότι θέλω κάνω, τρελός παπάς, τρελός και πάσης ελλάδος, τρελός ή τρελλός, τρελός ηλεκτρολόγος, τρελός γάιδαρος

Συνώνυμα: τρελός

θυμωμένος, τρελλός, παραφρόντας, λυσσών, παλαβός, ανόητος, άμυαλος, έξαλλος, άτακτος, παράφορος, παράφρων, αλαλιασμένος, φρενοβλαβής, εκκεντρικός, παλαβομάρα

Μεταφράσεις: τρελός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mad, crazy, distraught, insane, madman
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chiflado, loco, descabellado, enojado, loca, locos, locura, una locura
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
irre, hirnrissig, übergeschnappt, toll, wahnsinnig, verrückte, verrückt, verrückten, verrücktes, verrückter
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
torve, détraqué, enragé, forcené, fou, éperdu, dingue*, incroyable, furibond, folle, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insensato, matto, folle, arrabbiato, pazzo, pazzesco, furibondo, pazza, pazzi
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cavala, louco, insano, doido, louca, crazy, loucura
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
krankzinnig, dolzinnig, stapel, gek, waanzinnig, uitzinnig, dol, gekke, crazy
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бестолковый, сумасбродный, оголтелый, рассвирепевший, разваливающийся, полоумный, нелепый, бешеный, помешанный, сумасшедший, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avsindig, gal, sprø, gale, sprøtt, av hengslene
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
galen, galet, galna, tokig
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiukkuinen, typerä, vihainen, suuttunut, hurja, tärähtänyt, sekopää, hullu, mieletön, ränsistynyt, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vanvittig, skør, crazy, skøre, vanvittigt, amok
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzteklý, zběsilý, šílený, zuřivý, blázen, pomatený, bláznivý, šílené, šílená
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
maniacki, bzikowaty, wściekły, szaleńczy, szalony, nieprzytomny, zwariowany, wariacki, pomylony, szalone, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
őrült, bolond, crazy, az őrült
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
deli, çılgın, crazy, çılgınca, çılgın bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скажений, хиткий, божевільний, плямистість, пляма, пляму, навіжений, хибкий, божевільні, божевільню, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
marrosur, krisur, marrë, i çmendur, çmendur, të çmendur, crazy, e çmendur
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
луд, луда, луди, лудост
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вар'ят
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tulivihane, pöörane, hull, Crazy, hulluks, hullud, hullumeelne
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zanesen, ludog, naljutiti, mahnit, ćaknut, nastran, gluposti, luckast, pobjesnjeti, lud, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vitlaus, brjálaður, geðveikur, ær, Crazy, klikkaði, brjálæðingur, og brjálæðingur
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
amens, demens
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
beprotiškas, beprotis, kvailai, pamišęs, proto, iš proto, beprotiška
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jucis, ārprātīgs, traks, traki
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
луди, луд, луда, лудо
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nebun, nebună, razna, o nebunie
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nor, zmešan, crazy, nora, noro, nori
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
blázniť, bláznivý, silený, blázon

Στατιστικά δημοτικότητας: τρελός

Τυχαίες λέξεις