Λέξη: επιείκεια
Σχετικές λέξεις: επιείκεια
επιείκεια κλιση, επιείκεια λεξικο, επιείκεια αγγλικα, επιείκεια ετυμολογία, επιείκεια βικιπαιδεια, επιείκεια συνώνυμο, επιείκεια κλιση αρχαια, επιείκεια αριστοτέλης, επιείκεια αντωνυμο, επιείκεια english
Συνώνυμα: επιείκεια
δικαιοσύνη, αμεροληψία, καθαρά αξία κτήματος, πραότης, πραότητα, καλοσύνη, ανεκτικότητα, εντρύφηση, ικανοποίηση
Μεταφράσεις: επιείκεια
επιείκεια στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clemency, indulgence, equity, lenience, grace
επιείκεια στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
misericordia, indulgencia, clemencia, la indulgencia, de indulgencia, complacencia, indulgence
επιείκεια στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
torheit, milde, nachsicht, gnade, nachgiebigkeit, schwäche, dummheit, Genuss, Nachsicht, Luxus, Ablass, Verwöhnung
επιείκεια στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aman, grâce, merci, folie, faveur, douceur, amnistie, miséricorde, clémence, longanimité, condescendance, mansuétude, sottise, indulgence, l'indulgence, complaisance, d'indulgence, plaisir
επιείκεια στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
misericordia, indulgenza, l'indulgenza, indulgence, compiacenza, appagamento
επιείκεια στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
indulgência, indulgence, condescendência, satisfação, a indulgência
επιείκεια στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aflaat, genade, genot, verwennerij, mateloosheid, toegeeflijkheid
επιείκεια στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поблажка, глупость, потворство, привилегия, снисходительность, милосердие, терпимость, милость, снисхождение, потакание, мягкость, послабление, индульгенция
επιείκεια στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nåde, overbærenhet, ettergivenhet, nytelse, avlat, luksus
επιείκεια στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nåd, överseende, seende, flathet, njutning, eftergivenhet
επιείκεια στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hemmottelu, hullutus, sallivuus, armo, hulluus, indulgence, hemmotteluun, hemmottelua, kärsivällisyyttä
επιείκεια στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overbærenhed, nydelse, forkælelse, aflad, eftergivenhed
επιείκεια στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
milost, laskavost, vlídnost, mírnost, shovívavost, umírněnost, omilostnění, požitek, odpustky, slabost, požitkářství
επιείκεια στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pobłażanie, pobłażliwość, łaska, zaspokojenie, dogadzanie, ułaskawienie, współczucie, wyrozumiałość, łagodność, odpust, uleganie
επιείκεια στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
irgalmasság, enyheség, elnézés, kényeztetés, vételnek, engedékenység, élvezet
επιείκεια στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
delilik, hoşgörü, düşkünlük, zevk, müsamaha, şımartma
επιείκεια στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поблажливість, милосердя, потакати, м'якість, потурати, балувати
επιείκεια στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kënaqje, privilegj, favor, përmbushje, privilegj i
επιείκεια στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
снизхождение, индулгенция, угаждане, задоволяване, глезене
επιείκεια στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паблажлівасць, памяркоўнасць, спагадлівасць, паблажлівасці, памяркоўна
επιείκεια στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
andestamine, armuandmine, mõnulemine, järeleandmist, järeleandmine, järeleandmisi, indulgentsi
επιείκεια στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
milosrđe, mlakost, milost, indulgencija, užitak, oprost, indulgence, prepuštanje
επιείκεια στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eftirlátssemina
επιείκεια στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
venia
επιείκεια στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
indulgencija, atlaidai, nuolaidžiavimas, pataikavimas, atlaidumas
επιείκεια στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
indulgence, iecietība, izdabāšana, iegribu apmierināšana, grēku atlaišana
επιείκεια στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
уживање, задоволеност, привилегија, угодување, слатки
επιείκεια στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
indulgență, indulgenta, îngăduință, indulgența, îngăduința
επιείκεια στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odpustek, laskavost, popustljivost, razvajanje, razvajanja, prizanesljivost
επιείκεια στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zhovievavosť, zhovievavosti