Курка στα ελληνικά

Μετάφραση: курка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοτόπουλο, κότα, κοτόπουλου, το κοτόπουλο, κοτόπουλα, κοτόπουλων
Курка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • курити στα ελληνικά - καπνός, καπνοί, καπνίζω, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
  • курйозний στα ελληνικά - περίεργος, περιέργεια, δείτε, περίεργοι, γνωρίζετε
  • куркуль στα ελληνικά - αποσκευές, γροθιά, πυγμή, τη γροθιά, γροθιάς, την γροθιά
  • курник στα ελληνικά - κοτέτσι, COOP, ΣΠΕ, συνερ, συνεργα
Τυχαίες λέξεις
Курка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοτόπουλο, κότα, κοτόπουλου, το κοτόπουλο, κοτόπουλα, κοτόπουλων