Лахміття στα ελληνικά
Μετάφραση: лахміття, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουρέλι, κουρέλια, ράκη, πανιά, τα κουρέλια, πανιών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- лафет στα ελληνικά - άμαξα, βαγόνι, μεταφορά, μεταφοράς, μεταφορές, μεταφορών, τη μεταφορά
- лахмітник στα ελληνικά - κουρέλι, πλασιέ
- лацкани στα ελληνικά - πέτα, πέτο, τα πέτα, lapels
- лаяти στα ελληνικά - φυσώ, χτύπημα, καταριέμαι, υποκρισία, κατάχρηση, κατάχρησης, κακοποίησης, ...
Τυχαίες λέξεις
Лахміття στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουρέλι, κουρέλια, ράκη, πανιά, τα κουρέλια, πανιών
Μεταφράσεις: κουρέλι, κουρέλια, ράκη, πανιά, τα κουρέλια, πανιών