Липи στα ελληνικά
Μετάφραση: липи, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γραμμή, επενδύω, ρυτίδα, παρατάσσω, ασβέστης, άσβεστος, λάιμ, ασβέστη, ασβέστου
Μεταφράσεις
- линяння στα ελληνικά - ανάχωμα, τριχορροώ, πτερορρέω, MOLT, πτερόρροιας, πτερόρροια
- линяти στα ελληνικά - πέταγμα, ξεθωριάζω, ρίχνω, ματώνω, αιμορραγώ, πετώ, τριχορροώ, ...
- липкий στα ελληνικά - κολλητικός, κολλώδης, κόλλα, επίμονος, ανυποχώρητος, κολλώδη, κολλώδες, ...
- липкість στα ελληνικά - συγκολλητικότητα, συγκολλητικότητας, προσκολλητικότητα, κολλητικότητα, ικανότητα προσκόλλησης
Τυχαίες λέξεις
Липи στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γραμμή, επενδύω, ρυτίδα, παρατάσσω, ασβέστης, άσβεστος, λάιμ, ασβέστη, ασβέστου
Μεταφράσεις: γραμμή, επενδύω, ρυτίδα, παρατάσσω, ασβέστης, άσβεστος, λάιμ, ασβέστη, ασβέστου