Επενδύω στα ουκρανικά
Μετάφραση: επενδύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перевертає, липи, інвестувати, інвестуватиме
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επενδύω
επενδύω αγγλικά, επενδύω συναισθηματικά, επενδύω ετυμολογια, επενδύω λεξικό, επενδυω συνώνυμα, επενδύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επενδύω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- επεμβαίνω στα ουκρανικά - суміжний, втручатися, втручатись, втручатиметься
- επενέργεια στα ουκρανικά - бій, усті, устя, упадання, учинок, позов, обвинувачення, ...
- επενεργώ στα ουκρανικά - упадання, устя, засмоктування, усті, впадання, акти, актів
- επεξεργάζομαι στα ουκρανικά - протокол, розробляти, розроблятиме, розроблятимуть
Τυχαίες λέξεις
Επενδύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: перевертає, липи, інвестувати, інвестуватиме
Μεταφράσεις: перевертає, липи, інвестувати, інвестуватиме