Люк στα ελληνικά
Μετάφραση: люк, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλάκα, σχιστόλιθος, μπουκαπόρτα, άνοιγμα, καταπακτή, καταπακτής, εκκολάπτονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- людський στα ελληνικά - ανθρώπινος, άνθρωπος, ανθρώπινη, ανθρώπινα, ανθρώπινο, ανθρώπινης
- людяний στα ελληνικά - ανθρωπιστικός, επιεικής, ανθρώπινος, ανθρώπινη, μη βάναυσης, μη βάναυση, ανθρώπινες
- люкс στα ελληνικά - εντοπίζω, luxe, πολυτελείας, πολυτελείς, πολυτελής
- люлька στα ελληνικά - ανεμώδης, σωλήνας, σωλήνα, σωλήνων, του σωλήνα, σωληνώσεων
Τυχαίες λέξεις
Люк στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλάκα, σχιστόλιθος, μπουκαπόρτα, άνοιγμα, καταπακτή, καταπακτής, εκκολάπτονται
Μεταφράσεις: πλάκα, σχιστόλιθος, μπουκαπόρτα, άνοιγμα, καταπακτή, καταπακτής, εκκολάπτονται