Λέξη: φορά

Σχετικές λέξεις: φορά

φορά του ηλεκτρικού ρεύματος, φορά γραφής των γραμμάτων, φορά περιστροφής της γης, φορά magazino το περιοδικό, φορά γραφής γραμμάτων, φορά γραμμάτων, φορά ελαστικών, τελευταία φορά, πρώτη φορά, φορά γραμμάτων για αριστερόχειρες

Συνώνυμα: φορά

ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός, τάση, ροπή

Μεταφράσεις: φορά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
time, once, again, a time
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tiempo, hora, época, compás, momento, vez, tiempo de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
takt, zeit, zeitlich, uhrzeit, tempo, zeitpunkt, stoppen, Zeit, Mal, Zeitpunkt
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
doigté, tact, moment, minuter, cycle, chronométrer, durée, instant, cadence, terme, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
momento, epoca, ora, tempo, volta, tempo di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
madeira, vez, tempo, hora, momento, tempo de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
poos, keer, maal, tijd, moment, de tijd, keer dat
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тайм, временной, истекать, время, година, раз, пора, час, перерыв, хронометрировать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tid, klokkeslett, gang, tiden, gangen, tids
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stund, tid, tiden, gången, gång, tids
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aika, ajanjakso, kerta, tahti, aikakausi, ajoittaa, ajankohta, aikaa, ajan, aikaan, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
time, tidspunkt, tid, gang, tiden
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
takt, epocha, chvíle, doba, trvání, rytmus, čas, lhůta, času, time, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chwila, czas, takt, godzina, czasochłonność, okres, pora, moment, terminowanie, etat, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
idő, időt, időben, ideje, alkalommal
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saat, süre, esse, vakit, zaman, süresi, zamanlı, zamanı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
час, раз, термін, пора, година, часом, часу
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kohë, herë, koha, Ora, hera
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
време, път, времето, момент
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пагода, час, падчас, часам
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kord, aeg, ajal, aega, aja
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
put, table, vrijeme, vremena, vremenu, vremenom, puta
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leyti, stund, aldur, sinn, tími, löngu, tíma, tíminn
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
tempus, hora
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laikas, laiko, kartą, laiką, trukmė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
laiks, laika, laiku, reizi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
времето, време, пат, период
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cronometra, timp, vreme, moment, time, de timp, dată
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
čas, doba, časa, času
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čas, doba, časový, času

Στατιστικά δημοτικότητας: φορά

Τυχαίες λέξεις