Майстерність στα ελληνικά
Μετάφραση: майстерність, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανότητα, επιστήμη, φιλοτεχνία, λεπτότητα, επιδεξιότητα, τέχνη, καλλιτεχνία, δεξιοτεχνία, πλευρά, δεξιοτήτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- майстерно στα ελληνικά - επισκόπηση, προφίλ, αριστοτεχνικά, masterfully, εύστοχα, μαεστρία, με μαεστρία
- майстерня στα ελληνικά - ψωνίζω, μαγαζί, προδίδω, κατασκευάζω, συνεργείο, εργαστήριο, εργαστηρίου, ...
- майстре στα ελληνικά - τεχνίτης, εργοδηγός, σεφ, Chef, σεφ κουζίνας, Ο σεφ, αρχιμάγειρας
- майте στα ελληνικά - έχω, έχε, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε
Τυχαίες λέξεις
Майстерність στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανότητα, επιστήμη, φιλοτεχνία, λεπτότητα, επιδεξιότητα, τέχνη, καλλιτεχνία, δεξιοτεχνία, πλευρά, δεξιοτήτων
Μεταφράσεις: ικανότητα, επιστήμη, φιλοτεχνία, λεπτότητα, επιδεξιότητα, τέχνη, καλλιτεχνία, δεξιοτεχνία, πλευρά, δεξιοτήτων