Λέξη: χαμηλός
Σχετικές λέξεις: χαμηλός
χαμηλός δείκτης νοημοσύνης, χαμηλός αιματοκρίτης διατροφή, χαμηλός πλακούντας, χαμηλός αιματοκρίτης, χαμηλός αιματοκρίτης τροφες, χαμηλός αιματοκρίτης σε παιδιά, χαμηλός αιματοκρίτης και καρκινος, χαμηλός σίδηρος, χαμηλός αιματοκρίτης αιτια, χαμηλός αιματοκρίτης 35, χαμηλός αιματοκρίτης συμπτώματα
Συνώνυμα: χαμηλός
ευτελής, πρόστυχος, ταπεινός, ελεεινός, μικρόσωμος
Μεταφράσεις: χαμηλός
χαμηλός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
low, a low
χαμηλός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mugir, bajo, vil, grave, baja, mínima, de bajo, bajos
χαμηλός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nieder, jämmerlich, leise, erbärmlich, niedrig, niedergeschlagen, elend, zyklone, tiefdruckgebiet, tief, gering, niedrigen, niedrige
χαμηλός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
atone, misérable, inférieur, sale, bas, beugler, pauvre, inférieure, chétif, doux, dépression, grave, faible, doucement, paisible, feutré, basse, à faible, faibles
χαμηλός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
muggire, inferiore, basso, piano, partire, bassa, low, a basso
χαμηλός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
miserável, baixo, amante, baixa, partir, de baixo, low
χαμηλός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
belabberd, stumperig, miserabel, kous, neerslachtig, schamel, ellendig, schunnig, laag, lage, vanaf, low
χαμηλός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
удрученный, вульгарный, слабо, незначительно, подлый, невелик, басистый, низко, мычать, скудный, небольшой, слабый, дешевый, недостаточный, плохой, уныние, низкий, низкая, низким, низкой, с низким
χαμηλός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lav, ussel, simpel, lavt, lave, lite, lavpris
χαμηλός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
låg, gemen, lite, lågt, låga, lågprisflyg
χαμηλός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alava, kurja, matala, matalapaine, alhainen, vieno, halpamainen, pieni, alhaiset, alhaisen
χαμηλός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lav, lavtryk, lavt, lave, ringe, med lav
χαμηλός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hluboký, chabý, chatrný, malý, bučet, nešlechetný, tichý, vulgární, nízký, dolní, sprostý, nízko, nízká, nízké, nízkou
χαμηλός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wątły, nisko, wyczerpywać, podłość, ryczeć, dolny, świństwo, łów, podły, słaby, niskotemperaturowy, cicho, niskowartościowy, niski, szept, niż, mały, niskie, niskiej
χαμηλός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alsó, kis, alacsonyan, alacsony, az alacsony, gyenge, kicsi
χαμηλός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
adi, alçak, sefil, pes, düşük, düşüğe, düşükten, az
χαμηλός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
милосердя, низький, найнижчий, низька, Дуже низький, нижчий
χαμηλός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ulët, i ulët, të ulët, e ulët, ulëta
χαμηλός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нисък, ниско, ниска, ниски, ниското
χαμηλός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
панчоха, нiзкi, нізкі
χαμηλός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
madal, madala, vähese, madalad, madalate
χαμηλός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mukati, prosto, tiho, nizak, slab, niskim, nisko, mali, niska, niske
χαμηλός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
baula, belja, lágur, lágt, lágu, lítil, lág, lágmark
χαμηλός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žemas, mažas, mažai, mažos, žemos
χαμηλός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zems, vulgārs, pazemināšanās, zemu, zema, zemas, ar zemu
χαμηλός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ниско, ниски, ниска, ниските, мала
χαμηλός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scund, jos, scăzut, nivelul, scăzută, redus, low
χαμηλός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nizek, nízko, níže, dolin, nizka, nizko, nizke, nizki
χαμηλός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nízky, dolní, níže, nízko, nízka, malý, nízke, nízkym