Масний στα ελληνικά

Μετάφραση: масний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυκνός, λιπαρός, λίπος, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος
Масний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • маслянистий στα ελληνικά - ελαιώδης, ελαιώδες, ελαιώδη, ελαιώδους, λιπαρό
  • маслянка στα ελληνικά - πετρελαιοφόρο πλοίο, λιπαντήρα, λιπαντήρα μηχανισμού, λιπαντήρας, λιπαντή
  • масниця στα ελληνικά - πανηγύρι, καρναβάλι, Αποκριάτικο, Carnival, Αποκριάς, Καρναβαλιού
  • масони στα ελληνικά - Τέκτονες, Μασόνοι, Οι Μασόνοι, Τεκτόνων, κτίστες
Τυχαίες λέξεις
Масний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυκνός, λιπαρός, λίπος, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος