Πυκνός στα ουκρανικά

Μετάφραση: πυκνός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жирний, тужавий, тупий, підсліпуватий, густій, товстий, щільний, тупою, масний, кремезний, коренастий, присадкуватий
Πυκνός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυκνός

πυκνός μαστός, πυκνός αντώνυμα, πυκνόσ μετάφραση, πυκνός και λιτός λόγος, πυκνός συνώνυμα, πυκνός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πυκνός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πυγμαχώ στα ουκρανικά - гуртка, будка, цапи, кухоль, запихати, замикати, лонжерон
  • πυκνωτής στα ουκρανικά - конденсатор, конденсатора
  • πυκνότητα στα ουκρανικά - товщина, верству, прошарок, шар, верства, щільність, густина, ...
  • πυκνώνω στα ουκρανικά - згущати, рости, темніти, ускладнюватися, супитися, згущуватися, згущатися, ...
Τυχαίες λέξεις
Πυκνός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: жирний, тужавий, тупий, підсліпуватий, густій, товстий, щільний, тупою, масний, кремезний, коренастий, присадкуватий