Масниця στα ελληνικά
Μετάφραση: масниця, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πανηγύρι, καρναβάλι, Αποκριάτικο, Carnival, Αποκριάς, Καρναβαλιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- маслянка στα ελληνικά - πετρελαιοφόρο πλοίο, λιπαντήρα, λιπαντήρα μηχανισμού, λιπαντήρας, λιπαντή
- масний στα ελληνικά - πυκνός, λιπαρός, λίπος, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος
- масони στα ελληνικά - Τέκτονες, Μασόνοι, Οι Μασόνοι, Τεκτόνων, κτίστες
- масонський στα ελληνικά - μασονικός, μασονικά, τα μασονικά, ένα τεκτονικό, μασωνική
Τυχαίες λέξεις
Масниця στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πανηγύρι, καρναβάλι, Αποκριάτικο, Carnival, Αποκριάς, Καρναβαλιού
Μεταφράσεις: πανηγύρι, καρναβάλι, Αποκριάτικο, Carnival, Αποκριάς, Καρναβαλιού