Λέξη: ηττοπάθεια

Σχετικές λέξεις: ηττοπάθεια

ηττοπάθεια συνώνυμο, ηττοπάθεια σημασια, ηττοπάθεια wiki, ηττοπάθεια τι σημαινει, ηττοπάθεια ορισμος, ηττοπάθεια ψυχολογια, ηττοπάθεια αντιμετωπιση

Μεταφράσεις: ηττοπάθεια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
defeatism, defeatist, defeatism of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
derrotismo, el derrotismo, derrotista, al derrotismo, de derrotismo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
miesmacherei, schwarzseherei, Defätismus, Defaitismus, defeatism
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
défaitisme, le défaitisme, de défaitisme, du défaitisme, au défaitisme
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disfattismo, il disfattismo, al disfattismo, disfattista, di disfattismo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
derrotismo, o derrotismo, ao derrotismo, derrotista, defeatism
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
defaitisme, doemdenken, defeatism, verslagenheid, défaitisme
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пораженчество, пораженчества, пораженчеству, пораженческие
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
defaitisme, defeatism, nederlags, til defaitisme
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
defaitismen, defaitismens, defeatism, defatism, defaitism
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tappiomieliala, tappiomielialaan, tappiomielialaa, tappiomielisyydestä, tappiomielialasta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
defaitisme, opgivenhed, defeatisme, opgivende
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
poraženectví, defétismus, defétismu, kapitulantství
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
defetyzm, kapitulacja, defetyzmu, samozainicjowany defetyzm
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kishitűség, defetizmus, defetizmust, kishitűséget, defetizmusra
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bozgunculuk, yenilgiyi, yenilgicilik, yenilgiyi kabul
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пораженство
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
disfatizëm
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пораженство, пораженчество, пораженството, пораженчески, за пораженство
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паражэнства
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lüüasaamispoliitika, lüüasaamismeeleolude, kaotuse tunnistamist, kaotusega leppiv vaim, kahjum meeleolu
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
defetizam
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
defeatism
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Sakāvniecība, Defetyzm
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sakāvniecība
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дефетизам, дефетизмот, пораз
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
defetism, defetismului, defetismul, al defetismului, defeatism
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Defetizam
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zlobu
Τυχαίες λέξεις