Λέξη: χρωματιστός
Σχετικές λέξεις: χρωματιστός
χρωματιστός νιπτήρας, χρωματιστός σοβάς, χρωματιστός πηλός, χρωματιστός σπάγγος, χρωματιστός συνόνυμα, χρωματιστός σπάγκος
Συνώνυμα: χρωματιστός
έγχρωμος, μαύρος
Μεταφράσεις: χρωματιστός
χρωματιστός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
colourful, colored, stained, traffic light, colorful
χρωματιστός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
de colores, color, de color, coloreado, colores
χρωματιστός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bunt, farbenfroh, farbig, farbigen, farbige, gefärbt
χρωματιστός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
truculent, diapré, bariolé, pittoresque, coloré, multicolore, couleur, de couleur, colorée, couleurs
χρωματιστός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
colorato, colore, colorata, color, di colore
χρωματιστός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colorido, de cor, cor, colorida, coloridos
χρωματιστός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gekleurde, gekleurd, kleurige, kleur, Meerkleurige
χρωματιστός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
красочный, яркий, цветистый, цветной, цвета, цветные, цвет, цветная
χρωματιστός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
farget, fargede, farge
χρωματιστός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
färgad, färgade, färgat
χρωματιστός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
värikäs, kirjava, värillinen, Moniväristen, värillisiä, värinen, värilliset
χρωματιστός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
farvet, farvede, farve, farver
χρωματιστός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
barvitý, pestrý, malebný, barevný, barevné, černošky, zbarvené, barvené
χρωματιστός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
barwny, różnorodny, kolorowy, pstry, barwiony, kolorowe, kolorze
χρωματιστός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
színes, színezett, színű, színû
χρωματιστός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
renkli, renkli bir, rengi, renkte, renk
χρωματιστός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
барвистий, кольоровий, кольорової, кольорового, кольоровою, цвітної
χρωματιστός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
me ngjyrë, ngjyrë, ngjyrë të, ngjyra, me ngjyrë të
χρωματιστός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оцветен, цветен, цветна, оцветена, оцветени
χρωματιστός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каляровы, каляровай, каляровага
χρωματιστός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
värvikas, värviline, värvitud, värvi, värvilised, värvilise
χρωματιστός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kolorističan, obojen, boje, boji, u boji, obojena
χρωματιστός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
litað, lituð, lit., lituðum, litaður
χρωματιστός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spalvotas, spalvos, spalvų, spalvota, dažytas
χρωματιστός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krāsots, krāsains, krāsas, krāsā, krāsainu
χρωματιστός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
боја, обоени, обоените, боја на, обоена
χρωματιστός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
colorat, culoare, colorate, de culoare, culoarea
χρωματιστός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
barvi, obarvan, obarvana, barve, obarvano
χρωματιστός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pestrý, farebný, farebná, farebnú, farebné
Τυχαίες λέξεις