Матеріальний στα ελληνικά
Μετάφραση: матеріальний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υλισμός, απτός, υλικό, υλικού, υλικών, υλικά, ύλη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- матеріал στα ελληνικά - πράμα, υλισμός, υλικό, υλικού, υλικών, υλικά, ύλη
- матеріали στα ελληνικά - μητρικός, Υλικά, Υλικών, τα υλικά, Ύλες, υλικά που
- матеріалів στα ελληνικά - υλικά, υλικών, τα υλικά, ύλες, υλών
- матеріалізація στα ελληνικά - πραγματοποίηση, υλοποίηση, υλοποίησης, υλοποίησή, επελεύσεως
Τυχαίες λέξεις
Матеріальний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υλισμός, απτός, υλικό, υλικού, υλικών, υλικά, ύλη
Μεταφράσεις: υλισμός, απτός, υλικό, υλικού, υλικών, υλικά, ύλη