Мерзенний στα ελληνικά
Μετάφραση: мерзенний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απεχθής, βρώμικος, αποτροπιαστικός, ακάθαρτος, άνομος, φαύλος, φαύλους, τους φαύλους, φαύλο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- мерехтіння στα ελληνικά - λαμπερός, σπινθηροβόλος, είδος σκολοπάκος, τρεμόπαιγμα, τρεμοπαίγματος, τρεμούλιασμα, τρεμοπαίζουν
- мерехтіти στα ελληνικά - ριπή οφθαλμού, σπινθηρίζω, βλεφαρίζω, αστράφτετε, λαμπυρίζουν
- мерзенність στα ελληνικά - απέχθεια, σίχαμα, αποστροφή, βδέλυγμα, βδελυγμα, το βδέλυγμα, βδελυγμία
- мерзлота στα ελληνικά - πήξης
Τυχαίες λέξεις
Мерзенний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απεχθής, βρώμικος, αποτροπιαστικός, ακάθαρτος, άνομος, φαύλος, φαύλους, τους φαύλους, φαύλο
Μεταφράσεις: απεχθής, βρώμικος, αποτροπιαστικός, ακάθαρτος, άνομος, φαύλος, φαύλους, τους φαύλους, φαύλο