Λέξη: παραδόπιστος

Σχετικές λέξεις: παραδόπιστος

παραδόπιστος συνώνυμο, παραδόπιστος ετυμολογία, παραδόπιστος λεξικό, παραδόπιστος σημαίνει

Μεταφράσεις: παραδόπιστος

παραδόπιστος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mean, miserly, tight-fisted, stingy, paradopistos

παραδόπιστος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
avariento, sórdido, piojoso, significar, avaro, medio, promedio, apretado, escaso, tacaño, vil, roñoso, paradopistos

παραδόπιστος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mittel, beabsichtigen, mittlere, geizig, bedeuten, böse, vorhaben, mittelwert, geizen, effektivwert, durchschnittlich, gemein, paradopistos

παραδόπιστος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prétendre, centre, sale, odieux, définir, vil, déterminer, abject, pingre, piètre, désigner, serré, signifier, moyen, minable, pouilleux, paradopistos

παραδόπιστος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intendere, taccagno, tirchio, media, cattivo, maligno, avaro, significare, mezzo, modo, esoso, gretto, medio, paradopistos

παραδόπιστος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
significar, avarento, meio, achar, avaro, denotar, tencionar, refeição, entender, media, paradopistos

παραδόπιστος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beduiden, inhalig, gierig, betekenen, hebzuchtig, middelbaar, schraperig, vrekkig, pinnig, gemiddeld, paradopistos

παραδόπιστος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неприглядный, плохой, нищий, средний, низкий, гнусный, невзрачный, скупой, прижимистый, жалящий, состояние, значить, способ, подразумевать, предназначаться, дрянной, paradopistos

παραδόπιστος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lav, middel, gjerrig, bety, gjennomsnittlig, paradopistos

παραδόπιστος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
betyda, elak, snål, nedrig, paradopistos

παραδόπιστος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
itara, saita, tylsämielinen, ahne, kehno, kelju, ilkeä, pihi, keskiarvo, nuuka, kitsas, viheliäinen, aikoa, kitsasteleva, merkitä, paradopistos

παραδόπιστος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gennemsnitlig, gerrig, mene, betyde, paradopistos

παραδόπιστος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mrzký, nešlechetný, sprostý, normál, průměr, lakomý, myslet, lakotný, skrblický, špinavý, zlý, protivný, malicherný, podprůměrný, chtít, průměrný, paradopistos

παραδόπιστος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nędzny, obskurny, gałgański, środek, gadzinowy, niezręczny, drobnostkowy, małostkowy, drański, ściśliwy, pośledni, zamierzać, znaczyć, oznaczać, wredny, podły, paradopistos

παραδόπιστος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
középút, középérték, paradopistos

παραδόπιστος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
orta, hasis, cimri, paradopistos

παραδόπιστος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скупість, скупий, убогий, скупою, солодкомовний, скупої, paradopistos

παραδόπιστος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mesatar, nënkuptoj, mesëm, paradopistos

παραδόπιστος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
paradopistos

παραδόπιστος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чуць, paradopistos

παραδόπιστος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
torkiv, õel, tähendama, ihnus, paradopistos

παραδόπιστος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jadno, škrto, škrt, cicija, bijedno, tvrdica, paradopistos

παραδόπιστος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðsjáll, meina, ætla, paradopistos

παραδόπιστος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vilis

παραδόπιστος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paradopistos

παραδόπιστος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vidējais, paradopistos

παραδόπιστος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
paradopistos

παραδόπιστος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
medie, slab, semna, paradopistos

παραδόπιστος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skop, paradopistos

παραδόπιστος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
znamenať, lakomý, paradopistos
Τυχαίες λέξεις