Λέξη: εκκλησία

Σχετικές λέξεις: εκκλησία

εκκλησία του σατανά, εκκλησία της ελλάδος ραδιόφωνο live, εκκλησία ονειροκρίτης, εκκλησία κύπρου, εκκλησία της πεντηκοστής, εκκλησία του δήμου, εκκλησία πειραιώς, εκκλησία της ελλάδος, εκκλησία με αγιογραφίες του φώτη κόντογλου είναι η μητρόπολη του ξυλοκάστρου, εκκλησία γοχ, η εκκλησία, πειραική εκκλησία, πειραϊκή εκκλησία, ορθόδοξη εκκλησία

Συνώνυμα: εκκλησία

ναός

Μεταφράσεις: εκκλησία

εκκλησία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
church, the church, church of

εκκλησία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
iglesia, la iglesia, iglesia de, de la iglesia

εκκλησία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kirche, gotteshaus, Kirche, Kirchen, Gemeinde, der Kirche

εκκλησία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ecclésiastique, église, Eglise, Church, l'église

εκκλησία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chiesa, Church, chiesa di, della chiesa, la chiesa

εκκλησία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
igrejas, igreja, templo, Church, da igreja, igreja de, de igreja

εκκλησία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kerk, kerkgebouw, bedehuis, Church, de kerk, gemeente, kerk van

εκκλησία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
храм, костёл, церковь, кирха, церкви, Church, церковью

εκκλησία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kirke, kirken, menigheten, menighet

εκκλησία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kyrka, kyrkan, kyrkans, kyrk

εκκλησία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirkko, kirkon, kirkossa, seurakunnan, kirkkoon

εκκλησία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kirke, Church, kirken, kirkens

εκκλησία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
církevní, chrám, kostel, církev, kostelní, kostela

εκκλησία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zbór, kościół, cerkiew, religia, Church, kościoła, kościółek, kościele

εκκλησία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyház, templom, egyházi, templomot, templomba

εκκλησία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kilise, kilisesi, kilisenin, church, bir kilise

εκκλησία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
храм, церкву, церковний, церква, церкви, Церковь

εκκλησία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kishë, kisha, kishës, kisha e, kishën

εκκλησία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
църква, църквата, църковна, храм

εκκλησία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
царква, царкву, Касцёл

εκκλησία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kirik, kiriku, kirikus, koguduse, kirikusse

εκκλησία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
crkveni, crkva, crkvena, crkven, crkvica, crkve, crkvu, crkvi

εκκλησία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kirkja, kirkju, kirkjan, Church, kirkjustaður

εκκλησία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ecclesia

εκκλησία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bažnyčia, bažnyčios, bažnyčių, Church, bažnyčią

εκκλησία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
baznīca, baznīcas, baznīcu, draudze, draudzes

εκκλησία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
црквата, црква, црковни, црковните, црковна

εκκλησία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
biserică, biserica, Church, bisericii, Bisercă

εκκλησία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cerkev, cerkve, cerkev je, Sv, Marije

εκκλησία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kostol, chrám, bohoslužba, cirkev, church

Στατιστικά δημοτικότητας: εκκλησία

Τυχαίες λέξεις